- ἄρατο
- ἄ̱ρατο , αἴρωattachaor ind mid 3rd sg (doric aeolic)ἄ̱ρατο , αἴρωattachaor ind mid 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… … Dictionary of Greek
Λεοντίσκος — (3ος αι. π.Χ.). Ζωγράφος από τη Σικυώνα. Ο Πλίνιος τον θεωρούσε δευτερεύοντα καλλιτέχνη και ανέφερε δύο έργα του, την Αρπίστρια και τον Άρατο τροπαιοφόρο. Για το πρώτο δεν είναι τίποτα γνωστό, ενώ για το δεύτερο πολλοί μεταγενέστεροι ιστορικοί… … Dictionary of Greek
αριστόμαχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. Α’ ο πρεσβύτερος (3ος αι. π.Χ.). Τύραννος του Άργους, αντίπαλος της Αχαϊκής συμπολιτείας. Δολοφονήθηκε από δούλους του και τον διαδέχτηκε ο γιος του Αρίστιππος Β’. 2. Α. Β’ ο νεότερος (; – 223 π.Χ.). Τύραννος του… … Dictionary of Greek
πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… … Dictionary of Greek
παρμενίσκος — Έλληνας γραμματικός που έζησε τον 1o αι.π.Χ. Είχε γράψει σχόλια για τον Όμηρο τον Άρατο και τους τραγικούς. Ήταν επίσης μυθογράφος. Το μόνο γνωστό σύγγραμμά του είναι το Προς Κράτητα. * * * ὁ, Α κόσμημα τής θύρας … Dictionary of Greek
σχολιαστής — Εκείνος που ερμηνεύει, που εξηγεί κάτι. Εκείνος που σχολιάζει ή υπομνηματίζει κείμενα. Οι σ. είναι βασικά δημιούργημα των αλεξανδρινών χρόνων. Από τα σχόλιά τους σε αρχαία κείμενα σώθηκαν τα παρακάτω, σε χρονική σειρά. 1. Στον Όμηρο. Σχολιαστές… … Dictionary of Greek
Αρίστιππος — I Όνομα τριών φιλοσόφων από την Κυρήνη. 1. Φιλόσοφος (Κυρήνη 435 – 360 π.Χ.). Σύγχρονος του Πλάτωνα. Σε νεαρή ηλικία γνώρισε τη διδασκαλία του Πρωταγόρα και αργότερα στην Αθήνα συναναστράφηκε με τον Σωκράτη χωρίς να γίνει όμως μαθητής του. Ήδη σε … Dictionary of Greek
Βάρρων — (Varro). Οικογενειακό όνομα ονομαστών ανδρών της αρχαίας Ρώμης. Οι κυριότεροι είναι: 1. Γάιος Τερέντιος Β. (Gaius Terentius Varro, τέλη 3ου αι. π.Χ.). Ρωμαίος ύπατος. Ήταν γιος κρεοπώλη και διετέλεσε και ο ίδιος κρεοπώλης. Δημαγωγός καθώς ήταν,… … Dictionary of Greek
διδακτική ποίηση — Ποιητικό είδος που πρωτοεμφανίστηκε στην αρχαιότητα και πραγματεύτηκε θέματα τεχνικού ή επιστημονικού περιεχομένου. Οι απαρχές της δ.π., όπως και της επικής, ήταν θρησκευτικές. Ασχολήθηκε με ποικίλα θέματα και είτε αποσκοπούσε στην ηθική… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek